λεπτοσύνθετος

λεπτοσύνθετος
λεπτο-σύνθετος, ον,
A of fine texture,

καλύμματα Antiph.52.10

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λεπτοσύνθετος — λεπτοσύνθετος, ον (Α) κατασκευασμένος ή συντεθειμένος με λεπτότητα, λεπτοκατασκευασμένος …   Dictionary of Greek

  • λεπτοσυνθέτοις — λεπτοσύνθετος of fine texture masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”